- παλιγγενεσίας
- παλιγγενεσίᾱς , παλιγγενεσίαrebirthfem acc plπαλιγγενεσίᾱς , παλιγγενεσίαrebirthfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пакыбытиѥ — ПАКЫБЫТИ|Ѥ (16), ˫А с. Возрождение, обновление: и всѹѥ блазнитесѧ Июдѣ˫ане, о пакыбытии сихъ по Оуспѣси˫ановѣ и Титовѣ потрѣблении надежа. (παλιγγενεσίαν) ГА XIV1, 165б; ˫ако цвѣты добродѣтели пу||щающе. раискаго пакыбыти˫а ѡ х(с)ѣ ожидають. КТур … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
пакыпорожениѥ — ПАКЫПОРОЖЕНИ|Ѥ (5*), ˫А с. Возрождение: и наѹчить ˫а своимъ. за гнѣвъ кротости. въ вражды мѣсто мирѹ. за ненависть любви. за малод҃шьѥ долготерьп(ѣ)нию ти бо сѹть сподоблени пакыпорожени˫а потъщимъсѧ ѹбо ѿ||сѣщи ѿ ср҃дца нашего. ПНЧ 1296, 34–34… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Cronius the Pythagorean — Cronius (Greek: Κρόνιος; 2nd century) was a celebrated Neopythagorean philosopher.[1] He was probably a contemporary of Numenius of Apamea, who lived in the 2nd century, and he is often spoken of along with him.[2] Nemesius[3] mentions a work of… … Wikipedia
КРОНИЙ — КРОНИЙ (Κρόνιος) (2 я пол. 2 в. н. э.), греческий философ; назван другом Нумения из Апамеи у Порфирия (De anthro, 21), упоминается в ряду «достойнейших платоников» вместе с Нумением и Амелием (Syrian. In Met. 109, 12 Kroll), а вместе с… … Античная философия
Кроний — Κρόνιος Направление: платонизм Кроний (др. греч. Κρόνιος; II в. н.э.) известный греческий философ. По одним данным неопифагореец, по другим неоплатоник … Википедия
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
απελεύθερος — O δούλος που γινόταν ελεύθερος κατά την αρχαιότητα. Στην αρχαία Αθήνα, ένας δούλος μπορούσε να απελευθερωθεί από την ίδια την πολιτεία, από τον κύριό του ή με διαθήκη του τελευταίου και, τέλος, εξαγοράζοντας o ίδιος την ελευθερία του. Στη νέα του … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek